- υποσπώ
- -άω, Α [σπάω / σπῶ]1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι από κάτω («ποίμνης νεογνὸν θρέμμ' ὑποσπάσας», Ευρ.)2. αποσύρω κάτι κρυφά3. μέσ. ὑποσπῶμαι, -άομαιαποσπώ κάτι και τό σύρω προς το μέρος μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποσπῶ — ὑ̱ποσπῶ , ὑποσπάω draw away from under imperf ind mp 2nd sg ὑποσπάω draw away from under pres imperat mp 2nd sg ὑποσπάω draw away from under pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑποσπάω draw away from under pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσπασμός — ὁ, Α [ὑποσπῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑποσπώ* … Dictionary of Greek
καθυποσπώ — καθυποσπῶ, άω (Μ) επιτατ. τού υποσπώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο σπῶ «τραβώ από κάτω»] … Dictionary of Greek
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
στρώμα — το / στρῶμα, ΝΜΑ καθετί που στρώνεται πάνω σε κρεβάτι ή απευθείας σε δάπεδο και χρησιμεύει για κατάκλιση και ύπνο επάνω του, ιδίως ο επίπεδος ορθογώνιος σάκος από ανθεκτικό ύφασμα που είναι γεμάτος από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. μαλλί, βαμβάκι ή… … Dictionary of Greek
υπόσπαστος — ον, Α [ὑποσπῶ] αυτός που μπορεί να τραβηχθεί έξω από κάτω … Dictionary of Greek